Anonymous

ἐντάφιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐντάφιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στον τάφο («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια [[συντροφιά]]», Σολωμός)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στον τάφο («[[κατά]] τα εντάφια χόρτα», Σολωμός)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντάφιον</i><br />[[σάβανο]] («ὡς καλόν ἐστιν ἐντάφιον ἡ [[τυραννίς]]», Προκ.)<br /><b>2.</b> αυτός που σχετίζεται με τον τάφο, την [[ταφή]], αναφέρεται σ' αυτή<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐντάφια</i><br /><b>1.</b> τα [[κτερίσματα]] που έθαβαν με τους νεκρούς<br /><b>2.</b> η [[τελετή]] του ενταφιασμού<br /><b>3.</b> τα χρήματα για τα έξοδα της ταφής.
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐντάφιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στον τάφο («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια [[συντροφιά]]», Σολωμός)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στον τάφο («[[κατά]] τα εντάφια χόρτα», Σολωμός)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντάφιον</i><br />[[σάβανο]] («ὡς καλόν ἐστιν ἐντάφιον ἡ [[τυραννίς]]», Προκ.)<br /><b>2.</b> αυτός που σχετίζεται με τον τάφο, την [[ταφή]], αναφέρεται σ' αυτή<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐντάφια</i><br /><b>1.</b> τα [[κτερίσματα]] που έθαβαν με τους νεκρούς<br /><b>2.</b> η [[τελετή]] του ενταφιασμού<br /><b>3.</b> τα χρήματα για τα έξοδα της ταφής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντάφιος:''' [ᾰ], -ον ([[τάφος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή χρησιμεύει στην [[ταφή]]· απ' όπου ως ουσ., <i>ἐντάφιον</i>, <i>τό</i>, το [[σάβανο]], το [[νεκροσέντονο]], σε Σιμων., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐντάφια</i>, <i>τά</i>, προσφορές προς τους νεκρούς, [[κτερίσματα]], [[κηδεία]], [[εκφορά]] λειψάνου, σε Σοφ.
}}
}}