Anonymous

ἐπανθρακίδες: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπανθρακίδες]], αι (Α)<br />τα ψάρια που ψήνονται [[πάνω]] σε κάρβουνα ή ψάρια για [[τηγάνισμα]] («ἡνίκ' ἄν [[ἐπανθρακίδες]] ὦσι παρακείμεναι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανθρακ</i>-<i>ίδες</i> «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»].
|mltxt=[[ἐπανθρακίδες]], αι (Α)<br />τα ψάρια που ψήνονται [[πάνω]] σε κάρβουνα ή ψάρια για [[τηγάνισμα]] («ἡνίκ' ἄν [[ἐπανθρακίδες]] ὦσι παρακείμεναι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανθρακ</i>-<i>ίδες</i> «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπανθρᾰκίδες:''' -ων, αἱ ([[ἀνθρακίς]]), μικρό ψάρι για [[ψήσιμο]] ή [[τηγάνισμα]], [[μαρίδα]], σε Αριστοφ.
}}
}}