Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαμείβω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπαμείβω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />«επαμειβόμενον έπαλθον» — έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, [[αλλά]] οφείλει να το παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή της επόμενης περιόδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταλλάσσω]] («τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> εναλλάσσομαι, [[έρχομαι]] από τον έναν στον [[άλλο]], [[έρχομαι]] [[αμέσως]] [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]] («[[νίκη]] δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αμείβω]] «[[ανταλλάσσω]]»].
|mltxt=(Α [[ἐπαμείβω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />«επαμειβόμενον έπαλθον» — έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, [[αλλά]] οφείλει να το παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή της επόμενης περιόδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταλλάσσω]] («τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> εναλλάσσομαι, [[έρχομαι]] από τον έναν στον [[άλλο]], [[έρχομαι]] [[αμέσως]] [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]] («[[νίκη]] δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αμείβω]] «[[ανταλλάσσω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰμείβω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ανταλλάσσω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[έρχομαι]] κατ' [[ακολουθία]], [[έρχομαι]] διαδοχικά, στο ίδ.
}}
}}