Anonymous

ἐπιμειδιάω: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />sourire sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μειδιάω]].
|btext=-ῶ :<br />sourire sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μειδιάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμειδιάω:''' μέλ. -ήσω [ᾰ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">• [[ἐπιμειδιάω]]:</b> μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κοροϊδεύω]], [[κρυφογελώ]] κοροϊδευτικά, <i>ἐπιμειδήσας προσέφη</i>, τον προσφώνησε, του απευθύνθηκε με [[χαμόγελο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}