Anonymous

ἐπισκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 26: Line 26:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπισκέπτομαι]]) [[σκέπτομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] στο [[σπίτι]] κάποιου για να τον δω, να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για γιατρό) [[πηγαίνω]] σε άρρωστο για να τον εξετάσω<br /><b>3.</b> (για αξιωματούχους) [[επιθεωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πηγαίνω]] [[κάπου]] για να παρατηρήσω, να θαυμάσω («επισκέφθηκα όλα τα μουσεία της πόλης»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρατηρώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[ενδιαφέρομαι]] για κάποιον.
|mltxt=(AM [[ἐπισκέπτομαι]]) [[σκέπτομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] στο [[σπίτι]] κάποιου για να τον δω, να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για γιατρό) [[πηγαίνω]] σε άρρωστο για να τον εξετάσω<br /><b>3.</b> (για αξιωματούχους) [[επιθεωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πηγαίνω]] [[κάπου]] για να παρατηρήσω, να θαυμάσω («επισκέφθηκα όλα τα μουσεία της πόλης»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρατηρώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[ενδιαφέρομαι]] για κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισκέπτομαι:''' ενεστ. που συμπληρώνει τους χρόνους του [[ἐπισκοπέω]]· βλ. [[σκέπτομαι]].
}}
}}