Anonymous

ἐπανακύπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπανακύπτω]] (Α) [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> έχω ή [[σχηματίζω]] [[κλίση]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[τείνω]] [[προς]] τα [[πάνω]] («ἤν γάρ... ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῆ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ξεσηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀνέκυψε [[λόγος]]» — προβλήθηκε νέο [[επιχείρημα]] (<b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπανακύπτω]] (Α) [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> έχω ή [[σχηματίζω]] [[κλίση]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[τείνω]] [[προς]] τα [[πάνω]] («ἤν γάρ... ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῆ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> ξεσηκώνομαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀνέκυψε [[λόγος]]» — προβλήθηκε νέο [[επιχείρημα]] (<b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπανακύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[τείνω]] προς τα πάνω, σε Ξεν.
}}
}}