3,277,073
edits
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιρρεπής]], -ές) [[επιρρέπω]]<br />αυτός που έχει [[ροπή]], [[κλίση]], [[διάθεση]] για [[κάτι]] («[[επιρρεπής]] στις ηδονές»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[αφτί]]) κρεμασμένος, [[κρεμαστός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιρρεπώς</i><br />με [[κλίση]], με [[διάθεση]] για [[κάτι]]. | |mltxt=-ές (AM [[ἐπιρρεπής]], -ές) [[επιρρέπω]]<br />αυτός που έχει [[ροπή]], [[κλίση]], [[διάθεση]] για [[κάτι]] («[[επιρρεπής]] στις ηδονές»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[αφτί]]) κρεμασμένος, [[κρεμαστός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιρρεπώς</i><br />με [[κλίση]], με [[διάθεση]] για [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιρρεπής:''' -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. [[proclivis]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |