Anonymous

ἐπιτυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιτυγχάνω]])<br /><b>βλ.</b> [[επιτυχαίνω]].
|mltxt=(AM [[ἐπιτυγχάνω]])<br /><b>βλ.</b> [[επιτυχαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐπέτῠχον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]], [[πετυχαίνω]] τον στόχο· απ' όπου, [[βρίσκω]] [[τυχαίως]] ή τυχαία [[πέφτω]] πάνω σε, [[συναπαντώ]], [[αντιμετωπίζω]]·<br /><b class="num">1.</b> με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., <i>ὁ ἐπιτυχών</i> όπως το ὁ [[τυχών]], το πρώτο [[πρόσωπο]] που συναντά [[κάποιος]], ο [[οιοσδήποτε]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κατορθώνω]], [[καταφέρνω]] να, [[φθάνω]] σε, [[πετυχαίνω]] τον σκοπό μου, με γεν. πράγμ., σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ., [[πετυχαίνω]] κάνοντας [[κάτι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. τρόπου, είμαι επιτυχημένος σε [[κάτι]], <i>μάχῃ</i>, σε Αισχίν.· απόλ., [[κατορθώνω]], [[πετυχαίνω]], είμαι επιτυχημένος, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[ἐπιτυγχάνω]] βιβλίῳ, το [[παίρνω]] και το [[διαβάζω]], σε Λουκ.
}}
}}