Anonymous

ἐπίσυρμα: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσυρμα]], τὸ (Α) [[επισύρω]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] σέρνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σημάδι]] που αφήνει [[σώμα]] που σέρνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῑς ἔργοις», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ἐπίσυρμα]], τὸ (Α) [[επισύρω]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] σέρνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σημάδι]] που αφήνει [[σώμα]] που σέρνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῑς ἔργοις», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσυρμα:''' -ατος, τό, [[καθετί]] που σύρεται, [[ουρά]], σε Ξεν.
}}
}}