Anonymous

ἐποτρύνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐποτρύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρακινώ]], [[ερεθίζω]] («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κινώ]], [[διεγείρω]] [[εναντίον]] κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] επειγόντως («[[δέδοικα]] μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ [[πάντα]] ἐποτρύνωσι Κεφαλλήνων πολίεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για σαλπιγκτή) [[δίνω]] [[σήμα]] με τη [[σάλπιγγα]] για έφοδο («σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῑς ὁπλίταις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐποτρύνομαι</i><br />[[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]] («ἡμεῑς δ’..., ἐποτρυνώμεθα πομπήν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οτρύνω]] «[[παρακινώ]]»].
|mltxt=[[ἐποτρύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρακινώ]], [[ερεθίζω]] («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κινώ]], [[διεγείρω]] [[εναντίον]] κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] επειγόντως («[[δέδοικα]] μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ [[πάντα]] ἐποτρύνωσι Κεφαλλήνων πολίεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για σαλπιγκτή) [[δίνω]] [[σήμα]] με τη [[σάλπιγγα]] για έφοδο («σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῑς ὁπλίταις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐποτρύνομαι</i><br />[[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]] («ἡμεῑς δ’..., ἐποτρυνώμεθα πομπήν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οτρύνω]] «[[παρακινώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐποτρύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[υποκινώ]], [[εξάπτω]], [[παρακινώ]], [[παρορμώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με δοτ. και απαρ., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι [[κατακῆαι]], τους εξωθεί, τους παρακινεί να κάψουν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[υποκινώ]] [[εναντίον]], στον ίδ.· ἀγγελίας [[ἐποτρύνω]], [[στέλνω]] επείγοντα μηνύματα, στο ίδ.· <i>ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις</i>, σε Θουκ. — Μέσ., <i>ἐποτρυνώμεθα πομπήν</i>, ας σπεύσουμε να στείλουμε [[συνοδεία]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]], [[βιάζω]], σε Αισχύλ.
}}
}}