Anonymous

ἐπίσκηψις: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσκηψις]], ἡ (Α) [[επισκήπτω]]<br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> (ως αττ. δικαν. όρος) [[καταγγελία]] («[[πρῶτος]] ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίσκηψις]], ἡ (Α) [[επισκήπτω]]<br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> (ως αττ. δικαν. όρος) [[καταγγελία]] («[[πρῶτος]] ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσκηψις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προσταγή]], [[διαταγή]], [[παραγγελία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[καταγγελία]], σε Δημ.
}}
}}