Anonymous

ἐπίτηκτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίτηκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[επίχρυσος]]<br /><b>3.</b> ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[τεχνητός]], [[προσποιητός]], [[πλαστός]], [[κίβδηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] «[[λειώνω]]»).
|mltxt=[[ἐπίτηκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[επίχρυσος]]<br /><b>3.</b> ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[τεχνητός]], [[προσποιητός]], [[πλαστός]], [[κίβδηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τηκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] «[[λειώνω]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίτηκτος:''' -ον, καλυμμένος, επιστρωμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]]· μεταφ., [[πλαστός]], [[κίβδηλος]], σε Ανθ.
}}
}}