Anonymous

ἐπιφράσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιφράσσω]] και αττ. τ. ἐπιφράττω) [[φράσσω]]<br />[[φράζω]], [[κλείνω]] με [[φράγμα]] από [[πάνω]] («ταύτην [τὴν δίοδον] ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ», Θεόφρ.).
|mltxt=(Α [[ἐπιφράσσω]] και αττ. τ. ἐπιφράττω) [[φράσσω]]<br />[[φράζω]], [[κλείνω]] με [[φράγμα]] από [[πάνω]] («ταύτην [τὴν δίοδον] ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ», Θεόφρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[φράζω]], [[κλείνω]], σε Θεόφρ. — Μέσ., [[ἐπιφράσσω]] τὰ [[ὦτα]], [[κλείνω]] τα αυτιά μου, τα βουλώνω, σε Λουκ.
}}
}}