Anonymous

ἐργαστικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐργαστικός]], -ή, -όν (AM) [[εργαστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] μηχανής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[κατάλληλος]] για [[εργασία]], [[δραστήριος]] («τὸν στρατηγὸν [[εἶναι]] χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στην [[παραγωγή]], [[γόνιμος]], [[δημιουργικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>oἱ ἐργαστικοί</i><br />οι εργάτες.
|mltxt=[[ἐργαστικός]], -ή, -όν (AM) [[εργαστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] μηχανής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[κατάλληλος]] για [[εργασία]], [[δραστήριος]] («τὸν στρατηγὸν [[εἶναι]] χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στην [[παραγωγή]], [[γόνιμος]], [[δημιουργικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>oἱ ἐργαστικοί</i><br />οι εργάτες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐργαστικός:''' -ή, -όν ([[ἐργάζομαι]]), [[ικανός]] προς [[εργασία]], [[εργατικός]], [[επιμελής]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}