Anonymous

ἐρικυδής: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρικυδής]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δόξα]], ο πολύ [[ένδοξος]] (ιδιαίτερα για θεούς και τους απογόνους τους)<br /><b>2.</b> [[λαμπρός]], [[πλούσιος]] (α. «[[δαὶς]] [[ἐρικυδής]]» — λαμπρό [[συμπόσιο]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐρικυδέα δῶρα» — πλούσια δώρα, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ακμαίος]], ο [[γεμάτος]] ζωή («ἥβης ἐρικυδέος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κυδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κύδος]] «[[δόξα]]»)].
|mltxt=[[ἐρικυδής]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δόξα]], ο πολύ [[ένδοξος]] (ιδιαίτερα για θεούς και τους απογόνους τους)<br /><b>2.</b> [[λαμπρός]], [[πλούσιος]] (α. «[[δαὶς]] [[ἐρικυδής]]» — λαμπρό [[συμπόσιο]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐρικυδέα δῶρα» — πλούσια δώρα, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ακμαίος]], ο [[γεμάτος]] ζωή («ἥβης ἐρικυδέος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κυδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κύδος]] «[[δόξα]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρικῡδής:''' -ές ([[κῦδος]]), [[περίφημος]], [[ένδοξος]], [[υπέροχος]], [[διάσημος]], σε Όμηρ.
}}
}}