Anonymous

ἐπίχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίχαλκος]], -ον)<br />επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο [[σκεύος]]» β. «[[ἐπίχαλκος]] [[ἀσπίς]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίχαλκος]]<br />η [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπίχαλκον [[στόμα]]» — ο [[αυλητής]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίχαλκος]], -ον)<br />επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο [[σκεύος]]» β. «[[ἐπίχαλκος]] [[ἀσπίς]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίχαλκος]]<br />η [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπίχαλκον [[στόμα]]» — ο [[αυλητής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχαλκος:''' -ον, καλυμμένος με χαλκό ή μπρούντζο σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}