Anonymous

ἐπίχολος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πυρετό) [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[έκκριση]] χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ευερέθιστος]], [[οργίλος]]<br /><b>3.</b> αυτός που παράγει [[χολή]] («τοῑσι δὲ κτήνεσι ἡ [[ποίη]]... ἐπιχολωτάτη», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πυρετό) [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[έκκριση]] χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[ευερέθιστος]], [[οργίλος]]<br /><b>3.</b> αυτός που παράγει [[χολή]] («τοῑσι δὲ κτήνεσι ἡ [[ποίη]]... ἐπιχολωτάτη», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχολος:''' -ον ([[χολή]]), Ενεργ., αυτός που παράγει [[χολή]], [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη, σε Ηρόδ.
}}
}}