Anonymous

ἐρῶ: Difference between revisions

From LSJ
2,092 bytes added ,  30 December 2018
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>fut. de</i> [[εἴρω]];<br /><i>contr. de</i> [[ἐράω]].
|btext=<i>fut. de</i> [[εἴρω]];<br /><i>contr. de</i> [[ἐράω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρῶ:''' Ιων. και Επικ. [[ἐρέω]], μέλ. του [[εἴρω]] (Β), παρακ. [[εἴρηκα]], Παθ. [[εἴρημαι]], Ιων. γʹ πληθ. [[εἰρέαται]]· γʹ πληθ. υπερσ. [[εἴρητο]] — Παθ., αόρ. αʹ [[ἐρρήθην]], Ιων. [[εἰρέθην]], μέλ. [[εἰρήσομαι]], [[σπανίως]] [[ῥηθήσομαι]]· ο ενεστ. [[εἴρω]] ([[σπανίως]] στους Επικ. και [[ποτέ]] στους Αττ.) συμπληρώνεται από τα [[φημί]], [[λέγω]] ή [[ἀγορεύω]]· [[εἶπον]] χρησιμ. ως αόρ.·<br /><b class="num">I.</b> θα πω ή θα μιλήσω, σε Αττ.· με αιτ. προσ., [[μιλώ]] για κάποιον, <i>κακῶςἐρεῖν τινα</i>, [[κακολογώ]], σε Θέογν., Ευρ.· με [[διπλή]] αιτ., <i>ἐρεῖν τινά τι</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> θα πω, θα αναγγείλω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>Ἠὼς ἐρέουσα</i>, θα προαναγγείλει την [[ανατολή]] του ηλίου, στο ίδ.· <i>ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ</i>, για λόγο που ειπώθηκε [[ορθά]] και δίκαια, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>εἰρημένος</i>, συμφωνημένος, [[μισθός]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>εἰρημένον</i>, απόλ., [[μολονότι]] είχε συμφωνηθεί, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], με δοτ. και απαρ., σε Ξεν.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.· ομοίως και στην Παθ., [[εἴρητο]] συλλέγεσθαι τὸνστρατόν, με απαρ., του δόθηκαν εντολές να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> στην Παθ., αναφέρομαι, μνημονεύομαι, στον ίδ.
}}
}}