Anonymous

ἔριον: Difference between revisions

From LSJ
4
(T22)
(4)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐρίου, τό ([[diminutive]] of τό [[ἔρος]] or [[εἶρος]]), [[wool]]: [[Homer]] [[down]].)  
|txtha=ἐρίου, τό ([[diminutive]] of τό [[ἔρος]] or [[εἶρος]]), [[wool]]: [[Homer]] [[down]].)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔριον:''' τό, Ιων. [[εἴριον]] ([[ἔρος]], [[εἶρος]]), [[μαλλί]], στον ενικ. και πληθ., σε Όμηρ., Αττ.· <i>εἴριαἀπὸ ξύλου</i>, [[βαμβάκι]] (γερμ. Baum-wolle), σε Ηρόδ.
}}
}}