Anonymous

ἐσχάριος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐσχάριος]], -ον (Α) [[εσχάρα]]<br />αυτός που ανήκει στην [[εσχάρα]] ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] γι' αυτήν.
|mltxt=[[ἐσχάριος]], -ον (Α) [[εσχάρα]]<br />αυτός που ανήκει στην [[εσχάρα]] ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] γι' αυτήν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐσχάριος:''' -ον ([[ἐσχάρα]]), [[κατάλληλος]] για την [[σχάρα]] ή αυτός που ανήκει στην [[εστία]], σε Ανθ.
}}
}}