Anonymous

ἐποπτήρ: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐποπτήρ]], ὁ (Α)<br />αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>οπτήρ</i> «επιβλέπων» (<span style="color: red;"><</span> <i>όπωπα</i> «[[βλέπω]]»)].
|mltxt=[[ἐποπτήρ]], ὁ (Α)<br />αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>οπτήρ</i> «επιβλέπων» (<span style="color: red;"><</span> <i>όπωπα</i> «[[βλέπω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐποπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, <i>λιτῶν</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}