Anonymous

ἕπω: Difference between revisions

From LSJ
3,008 bytes added ,  30 December 2018
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> εἷπον;<br />s’attacher à, s’occuper de, soigner : τεύχεα IL s’occuper de ses armes, préparer ses armes ; [[οὐ]] [[τόδε]] [[μεῖζον]] ἕπει [[κακόν]] OD le danger qui fond sur nous <i>litt.</i> qui s’attache à nous en ce moment n’est pas plus grave que, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> sápati « soigner, vénérer », cf. <i>lat.</i> sepelio.
|btext=<i>impf.</i> εἷπον;<br />s’attacher à, s’occuper de, soigner : τεύχεα IL s’occuper de ses armes, préparer ses armes ; [[οὐ]] [[τόδε]] [[μεῖζον]] ἕπει [[κακόν]] OD le danger qui fond sur nous <i>litt.</i> qui s’attache à nous en ce moment n’est pas plus grave que, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> sápati « soigner, vénérer », cf. <i>lat.</i> sepelio.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕπω:''' (Β), <b>Α.</b> [[ασχολούμαι]], απασχολούμαι, καταπιάνομαι, [[καταγίνομαι]] με, <i>τεύχε' ἕποντα</i>, ασχολούνταν με την [[πανοπλία]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἀμφι-έπω, δι-έπω, ἐφ-έπω, μεθ-έπω, περι-έπω. <b> Β.</b> Μέσ. [[ἕπομαι]]· παρατ. [[εἱπόμην]], Επικ. [[ἑπόμην]]· μέλ. [[ἕψομαι]], αόρ. βʹ με [[δασεία]] [[ἑσπόμην]], βʹ ενικ. [[ἕσπεο]], απαρ. [[ἑσπέσθαι]], μτχ. [[ἑσπόμενος]], προστ. [[ἕπεο]], [[σπεῖο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακολουθώ]], υποτάσσομαι ή [[συνοδεύω]] κάποιον, σε Όμηρ.· με δοτ. προσ., στον ίδ.· επίσης, ἕπεσθαι [[ἅμα]] τινί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[μετά]] τινι ή <i>τινα</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] ως [[ακόλουθος]], [[συνοδός]], [[υπηρέτης]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[συνοδεύω]] ως τιμητική [[συνοδεία]], Λατ. prosequi, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[παρακολουθώ]], [[καταδιώκω]], <i>τινι</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συμβαδίζω]] με, <i>ἕπεθ' ἵπποις</i>, σε Όμηρ.· μεταφ., λέγεται για τα [[άκρα]] ενός ανθρώπου, όταν αυτά λειτουργούν σύμφωνα με τις διαταγές, προσταγές του, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> [[ακολουθώ]] τις κινήσεις κάποιου άλλου, [[τρυφάλεια]] ἕσπετο χειρί, η [[περικεφαλαία]] συμβάδισε με το [[χέρι]] του, δηλ. αποσπάστηκε και έμεινε στο [[χέρι]] του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">6.</b> υποτάσσομαι, [[υπακούω]], [[υποκύπτω]] σε, <i>τῷ νόμῳ</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">7.</b> [[απλώς]], [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], μόνο σε προστ., [[ἕπεο]] [[προτέρω]], έλα πιο κοντά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">8.</b> [[παρακολουθώ]], [[ιδίως]], λέγεται για το [[μυαλό]], [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για [[τιμή]], [[δόξα]] κ.λπ., [[τούτῳ]] [[κῦδος]] ἅμ' ἕψεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακολουθώ]] από κοντά, [[έπομαι]], [[διαδέχομαι]], [[επακολουθώ]], τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ [[ἀναισχυντία]] ἕπ., σε Ξεν.
}}
}}