Anonymous

ἐσχατάω: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. part. épq.</i> [[ἐσχατόων]];<br />être à l’extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]].
|btext=<i>seul. part. épq.</i> [[ἐσχατόων]];<br />être à l’extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐσχᾰτάω:''' ([[ἔσχατος]]), βρίσκομαι στην [[άκρη]], βρίσκομαι στο όριο, στο [[περιθώριο]], [[μένω]] [[τελευταίος]], [[υπολείπομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. μτχ. [[ἐσχατόων]], [[παραμένω]] στην [[άκρη]] του στρατοπέδου, στο ίδ.
}}
}}