Anonymous

εὔκισσος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔκισσος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν [[εὔκισσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κισσός]].
|mltxt=[[εὔκισσος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν [[εὔκισσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κισσός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔκισσος:''' -ον, σκεπασμένος με κισσό, σε Ανθ.
}}
}}