Anonymous

ἑτεραλκής: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτεραλκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. της νίκης) αυτή που δίνει [[δύναμη]] σε έναν από τους δύο μαχομένους («μάχης ἑτεραλκέα νίκην» — [[νίκη]] στη [[μάχη]] που κλίνει [[προς]] το [[μέρος]] τών αντιθέτων)<br /><b>2.</b> αυτός που επηρεάζει αποφασιστικά την [[έκβαση]] της μάχης («[[δῆμος]] [[ἑτεραλκής]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που κλίνει [[πότε]] [[προς]] το ένα [[μέρος]] και [[πότε]] [[προς]] το [[άλλο]], ο [[αμφίρροπος]] («[[εἶδον]]... γινομένην ἑτεραλκέα τὴν μάχην», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αλκή]] «[[δύναμη]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>αλκής</i>].
|mltxt=[[ἑτεραλκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. της νίκης) αυτή που δίνει [[δύναμη]] σε έναν από τους δύο μαχομένους («μάχης ἑτεραλκέα νίκην» — [[νίκη]] στη [[μάχη]] που κλίνει [[προς]] το [[μέρος]] τών αντιθέτων)<br /><b>2.</b> αυτός που επηρεάζει αποφασιστικά την [[έκβαση]] της μάχης («[[δῆμος]] [[ἑτεραλκής]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που κλίνει [[πότε]] [[προς]] το ένα [[μέρος]] και [[πότε]] [[προς]] το [[άλλο]], ο [[αμφίρροπος]] («[[εἶδον]]... γινομένην ἑτεραλκέα τὴν μάχην», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αλκή]] «[[δύναμη]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>αλκής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑτεραλκής:''' -ές ([[ἀλκή]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτή που δίνει [[δύναμη]] σε έναν από τους [[δύο]], Δαναοῖσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην [[δοῦναι]], [[δίνω]] την [[νίκη]] στην [[μάχη]] κλίνοντας προς το [[μέρος]] των Δαναών, σε Ομήρ. Ιλ.· ἑτ. [[σῆμα]], [[σημάδι]] που δείχνει ότι η [[νίκη]] άλλαξε [[πλευρά]], στο ίδ.· ομοίως, [[χωρίς]] το <i>μάχης</i>, [[δίδου]] ἑτεραλκέα νίκην, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., [[δῆμος]] ἑτ., εφεδρικό [[σώμα]] [[ανδρών]] που κρίνει τη [[ροπή]] της νίκης, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κλίνει [[πότε]] στο ένα [[μέρος]] [[πότε]] στο [[άλλο]], [[αμφίρροπος]], Λατ. [[anceps]], σε Ηρόδ.· ομοίως, επίρρ., [[ἑτεραλκέως]] ἀγωνίζεσθαι, ancipiti Marte pugnare, στον ίδ.
}}
}}