Anonymous

εὔμολπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔμολπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]] και μελωδικά<br /><b>2.</b> αυτός που τραγουδιέται μελωδικά, ο [[γεμάτος]] [[αρμονία]]<br /><b>3.</b> και ως κύριο όνομα <i>Εὔμολπος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μολπή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]])].
|mltxt=[[εὔμολπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδάει [[γλυκά]] και μελωδικά<br /><b>2.</b> αυτός που τραγουδιέται μελωδικά, ο [[γεμάτος]] [[αρμονία]]<br /><b>3.</b> και ως κύριο όνομα <i>Εὔμολπος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μολπή]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔμολπος:''' -ον, ([[μολπή]]), αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Ανθ.
}}
}}