Anonymous

εὐμοιρία: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐμοιρία]], ἡ (Α) [[εύμοιρος]]<br /><b>1.</b> [[καλοτυχία]], [[ευτυχία]], καλή [[κατάσταση]] ενός πράγματος, [[προτέρημα]], [[πλεονέκτημα]] («σώματος εὐμοιρίαν προσεῑναι φιλοσόφῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ευνοϊκή [[περίσταση]], αγαθή [[συγκυρία]] («καὶ αὐτὸν μὲν εὐμοιρίας δεόμενόν ἐστι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[εὐμοιρία]], ἡ (Α) [[εύμοιρος]]<br /><b>1.</b> [[καλοτυχία]], [[ευτυχία]], καλή [[κατάσταση]] ενός πράγματος, [[προτέρημα]], [[πλεονέκτημα]] («σώματος εὐμοιρίαν προσεῑναι φιλοσόφῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ευνοϊκή [[περίσταση]], αγαθή [[συγκυρία]] («καὶ αὐτὸν μὲν εὐμοιρίας δεόμενόν ἐστι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμοιρία:''' ἡ, [[ευκληρία]], [[πλούτος]] ή [[ευτυχία]], [[ευημερία]], σε Λουκ.
}}
}}