Anonymous

εὔοπλος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος [[λόχος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη [[φύση]] με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό [[αιδοίο]] («[[εὔοπλος]] γὰρ εἶ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>οπλος</i>, <i>έν</i>-<i>οπλος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπλή]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος [[λόχος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη [[φύση]] με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό [[αιδοίο]] («[[εὔοπλος]] γὰρ εἶ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>οπλος</i>, <i>έν</i>-<i>οπλος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπλή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]), [[πάνοπλος]], [[καλά]] εξοπλισμένος, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}