Anonymous

εὐκάθεκτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκάθεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («[[ὅπως]] ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι [[εἶεν]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καθεκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κατέχω]].
|mltxt=[[εὐκάθεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («[[ὅπως]] ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι [[εἶεν]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καθεκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κατέχω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐκάθεκτος:''' -ον ([[κατέχω]]), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν.
}}
}}