Anonymous

εὐπήληξ: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπήληξ]], -κος ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> (για πουλιά) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[λοφίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]] «[[περικεφαλαία]]»].
|mltxt=[[εὐπήληξ]], -κος ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> (για πουλιά) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[λοφίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]] «[[περικεφαλαία]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπήληξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει γερή και όμορφη [[περικεφαλαία]], σε Ανθ.
}}
}}