Anonymous

εὐμάραθος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐμάραθος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]], για αγρό) αυτός που έχει καλό και άφθονο [[μάραθο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάραθος]]].
|mltxt=[[εὐμάραθος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]], για αγρό) αυτός που έχει καλό και άφθονο [[μάραθο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάραθος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμάρᾰθος:''' -ον, [[πλούσιος]], [[άφθονος]] σε [[μάραθο]], σε Ανθ.
}}
}}