Anonymous

εὔγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔγναμπτος]], -ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α)<br />ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «[[εὔγναμπτος]] [[ἄγκυρα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] «[[καμπύλος]]»].
|mltxt=[[εὔγναμπτος]], -ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α)<br />ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «[[εὔγναμπτος]] [[ἄγκυρα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γναμπτός]] «[[καμπύλος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔγναμπτος:''' Επικ. ἐΰγν-, -ον, καλολυγισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}