Anonymous

εὔπατρις: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔπατρις]] -άτριδος, ἡ (ΑΜ)<br />(ως θηλ. του [[ευπατρίδης]]) αυτή που κατάγεται από ευγενή [[πατέρα]], [[ευπάτειρα]], [[ευγενής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσεβής]], [[ευμενής]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=[[εὔπατρις]] -άτριδος, ἡ (ΑΜ)<br />(ως θηλ. του [[ευπατρίδης]]) αυτή που κατάγεται από ευγενή [[πατέρα]], [[ευπάτειρα]], [[ευγενής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσεβής]], [[ευμενής]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπᾰτρις:''' -ιδος, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένη από ευγενή [[πατέρα]], σε Ευρ.· τίςἂν [[εὔπατρις]] [[ὧδε]] βλάστοι; ποια [[άλλη]] τόσο άξια ευγενικής καταγωγής μπορεί να γεννηθεί; σε Σοφ.· <i>ἐλπίδων εὐπατρίδων</i>, λέγεται για ελπίδες που γεννήθηκαν από την ευγενική [[καταγωγή]], στον ίδ.
}}
}}