Anonymous

εὐρυόδεια: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρυόδεια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που έχει ευρείς, πλατιούς δρόμους («χθονὸς εὐρυοδείης», Όμ. Ιλ.)<br /><b>2.</b> επίθ. της Δήμητρας στη Σκάρφεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά αποκλειστικά στην ομηρική φρ. <i>από χθονός ευρυοδείης</i>, [[πάντοτε]] σε [[τέλος]] στίχου, προήλθε δε πιθ. από το <i>ευρύ</i>-<i>οδος</i>, που μαρτυρείται αργότερα και που μετασχηματίστηκε, για μετρικούς λόγους, [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>εια</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], η λ. [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>ευρυεδείης</i> «αυτός που έχει ευρύ [[έδος]], [[κάθισμα]]», λαμβανομένου υπ' όψιν του χωρίου του Σιμωνίδη <i>ευρυεδούς</i>... <i>από χθονός</i>].
|mltxt=[[εὐρυόδεια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που έχει ευρείς, πλατιούς δρόμους («χθονὸς εὐρυοδείης», Όμ. Ιλ.)<br /><b>2.</b> επίθ. της Δήμητρας στη Σκάρφεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά αποκλειστικά στην ομηρική φρ. <i>από χθονός ευρυοδείης</i>, [[πάντοτε]] σε [[τέλος]] στίχου, προήλθε δε πιθ. από το <i>ευρύ</i>-<i>οδος</i>, που μαρτυρείται αργότερα και που μετασχηματίστηκε, για μετρικούς λόγους, [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>εια</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], η λ. [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>ευρυεδείης</i> «αυτός που έχει ευρύ [[έδος]], [[κάθισμα]]», λαμβανομένου υπ' όψιν του χωρίου του Σιμωνίδη <i>ευρυεδούς</i>... <i>από χθονός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρυόδειᾰ:''' ἡ, ([[ὁδός]]), θηλ. επίθ., αυτή που έχει πλατείς, φαρδείς, ανοιχτούς δρόμους, χρησιμ. μόνο σε γεν. θηλ., <i>χθονὸς εὐρυοδείης</i>, σε Όμηρ.
}}
}}