Anonymous

εὐκλεής: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐκλεής]], -ές, Α ποιητ. τ. [[εὐκλειής]], επικ. τ. [[ἐϋκλειής]])<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], [[ένδοξος]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν [[είναι]] ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — [[τραγούδι]] που υμνεί τη [[δόξα]] κάποιου, Βακχυλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκλεώς</i> (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)<br />ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>κλεής</i>, <i>μεγα</i>-<i>κλεής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐκλεής]], -ές, Α ποιητ. τ. [[εὐκλειής]], επικ. τ. [[ἐϋκλειής]])<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], [[ένδοξος]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν [[είναι]] ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — [[τραγούδι]] που υμνεί τη [[δόξα]] κάποιου, Βακχυλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκλεώς</i> (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)<br />ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>κλεής</i>, <i>μεγα</i>-<i>κλεής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐκλεής:''' Επικ. ἐϋ-κλ-, -ές· ποιητ. αιτ. ενικ. <i>εὐκλέα</i>, αντί <i>εὐκλεέα</i> ή <i>-εᾱ</i>, πληθ. <i>εὐκλέας</i> αντί <i>εὐκλεέας</i> ή <i>-εεῖς</i>, Επικ. επίσης <i>ἐϋκλεῖας</i> ([[κλέος]])· αυτός που έχει [[καλή]] [[φήμη]], [[περίφημος]], [[ένδοξος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· εὐκλεέστατος [[βίος]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-εῶς</i>, Επικ. <i>-ειῶς</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κατθανεῖν</i>, σε Αισχύλ.· υπερθ. <i>εὐκλεέστατα</i>, σε Ξεν.
}}
}}