Anonymous

εὐαγγελιστής: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ [[εὐαγγελιστής]], θηλ. [[εὐαγγελίστρια]]) [[ευαγγελίζομαι]]<br />[[κάθε]] [[ένας]] από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ευαγγελικό [[κλάδο]] του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί απορρίπτουν την [[παράδοση]] και παραδέχονται ως μόνη [[πηγή]] της χριστιανικής πίστεως τα Ευαγγέλια, ο Ευαγγελικός<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Ευαγγελίστρια</i> και [[Βαγγελίστρα]]<br />η [[Παναγία]] Θεοτόκος<br /><b>μσν.</b><br />[[διάκονος]] ή [[ιερέας]] που διαβάζει το Ευαγγέλιο ή τον Απόστολο στην [[εκκλησία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός ή αυτή που φέρνει καλές ειδήσεις, χαρμόσυνες αγγελίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κηρύσσει το Ευαγγέλιο («[[ἔργον]] ποίησον εὐαγγελιστοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που μαντεύει, που εξαγγέλλει χρησμούς<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> το Ευαγγέλιο.
|mltxt=ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ [[εὐαγγελιστής]], θηλ. [[εὐαγγελίστρια]]) [[ευαγγελίζομαι]]<br />[[κάθε]] [[ένας]] από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ευαγγελικό [[κλάδο]] του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί απορρίπτουν την [[παράδοση]] και παραδέχονται ως μόνη [[πηγή]] της χριστιανικής πίστεως τα Ευαγγέλια, ο Ευαγγελικός<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Ευαγγελίστρια</i> και [[Βαγγελίστρα]]<br />η [[Παναγία]] Θεοτόκος<br /><b>μσν.</b><br />[[διάκονος]] ή [[ιερέας]] που διαβάζει το Ευαγγέλιο ή τον Απόστολο στην [[εκκλησία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός ή αυτή που φέρνει καλές ειδήσεις, χαρμόσυνες αγγελίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κηρύσσει το Ευαγγέλιο («[[ἔργον]] ποίησον εὐαγγελιστοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που μαντεύει, που εξαγγέλλει χρησμούς<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> το Ευαγγέλιο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐαγγελιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, [[νέα]], [[ευαγγελιστής]], [[συγγραφέας]], [[κήρυκας]] του Ευαγγελίου, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}