Anonymous

εὐρυρέεθρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρυρέεθρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ευρύ [[ρείθρο]], πλατιά [[κοίτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρέεθρον]] «ρείθρον»].
|mltxt=[[εὐρυρέεθρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ευρύ [[ρείθρο]], πλατιά [[κοίτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρέεθρον]] «ρείθρον»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρυρέεθρος:''' -ον ([[ῥέεθρον]]), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ [[κανάλι]], αυτός που ρέει, κυλάει ανοιχτά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}