Anonymous

εὔκολπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολπος]], -ον)<br />(για τόπους, ακτές <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για [[δίχτυ]]) αυτός που έχει ωραίες πτυχές<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει [[ωραίο]] [[κόλπο]] («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολπος]], -ον)<br />(για τόπους, ακτές <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για [[δίχτυ]]) αυτός που έχει ωραίες πτυχές<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει [[ωραίο]] [[κόλπο]] («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔκολπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει καλό [[κόλπο]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλά]] πτυχωμένος, λέγεται για [[δίχτυ]], στον ίδ.
}}
}}