Anonymous

εὐτυχέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(SL_1)
(4)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>εὐτῠχέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> be [[successful]] Διαγόρας κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ [[τετράκις]] εὐτυχέων (O. 7.81) εἴ [[τις]] [[ἀνδρῶν]] εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.1)
|sltr=<b>εὐτῠχέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> be [[successful]] Διαγόρας κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ [[τετράκις]] εὐτυχέων (O. 7.81) εἴ [[τις]] [[ἀνδρῶν]] εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.1)
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐτῠχέω:''' παρατ. <i>ηὐτύχουν</i> ή <i>εὐτ-</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ηὐτύχησα</i> ή <i>εὐτ-</i>· παρακ. <i>ἠυτύχηκα</i> ή <i>εὐτ-</i>· γʹ πληθ. υπερσ. <i>εὐτυχήκεσαν</i> ([[εὐτυχής]]) ·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[ευτυχισμένος]], είμαι πετυχημένος, [[ευημερώ]], [[ευδαιμονώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με μτχ., [[πετυχαίνω]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>εὐτύχει</i>, όπως το Λατ. [[vale]], στο [[κλείσιμο]] επιστολών κ.λπ.· ομοίως και, <i>ἀλλ' εὐτυχαίης</i>, σε Τραγ. — Παθ., <i>ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται</i> (απρόσ.), έχουν αρκετές επιτυχίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, έχω ευτυχή [[έκβαση]], [[πετυχαίνω]], [[ευδοκιμώ]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
}}
}}