Anonymous

εὔπλοος: Difference between revisions

From LSJ
4
mNo edit summary
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui navigue heureusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέω]].
|btext=οος, οον;<br />qui navigue heureusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπλοος:''' -ον ([[πλέω]]), [[καλός]] για ιστιοπλοΐα, [[ευνοϊκός]] στο [[ταξίδι]], <i>εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο</i>, [[μακάρι]] να φθάσει σε φιλικό [[λιμάνι]], σε Θεόκρ.
}}
}}