Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐπροφάσιστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπροφάσιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως [[πρόφαση]], ο [[ευλογοφανής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» — [[είναι]] εύλογο<br /><b>3.</b> αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπροφασίστως</i> (ΑΜ)<br />με ευλογοφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προ</i>-<i>φασίζομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>προ</i>-<i>φάσιστος</i>)].
|mltxt=[[εὐπροφάσιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως [[πρόφαση]], ο [[ευλογοφανής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» — [[είναι]] εύλογο<br /><b>3.</b> αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπροφασίστως</i> (ΑΜ)<br />με ευλογοφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προ</i>-<i>φασίζομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>προ</i>-<i>φάσιστος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπροφάσιστος:''' -ον, αυτός που έχει [[καλή]] [[πρόφαση]], πειστικό [[πρόσχημα]], [[εύσχημος]] φαινομενικά, σε Θουκ.
}}
}}