Anonymous

εὔπηκτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπηκτος]] και δωρ. τ. [[εὔπακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλά κατασκευασμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>2.</b> (για [[κερί]]) αυτός που [[είναι]] καλά πηγμένος<br /><b>3.</b> (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα<br /><b>4.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) (για αέρα) [[παγερός]] («ὁ δ' [[ἀκίνητος]] [ενν. <i>ἀήρ</i>]<br />εὐπηκτότερος», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπηκτος]] και δωρ. τ. [[εὔπακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλά κατασκευασμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>2.</b> (για [[κερί]]) αυτός που [[είναι]] καλά πηγμένος<br /><b>3.</b> (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα<br /><b>4.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) (για αέρα) [[παγερός]] («ὁ δ' [[ἀκίνητος]] [ενν. <i>ἀήρ</i>]<br />εὐπηκτότερος», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπηκτος:''' -ον ([[πήγνυμι]]), καλοχτισμένος, σε Όμηρ.
}}
}}