3,273,446
edits
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κουπιά]]) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες [[ἐρετμόν]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «νεὼς [[εὐήρης]] [[πίτυλος]]» — ο [[πάταγος]] τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρης</i>, ομόρριζο του [[ερέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-[[ήρης]])]. | |mltxt=[[εὐήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κουπιά]]) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες [[ἐρετμόν]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «νεὼς [[εὐήρης]] [[πίτυλος]]» — ο [[πάταγος]] τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρης</i>, ομόρριζο του [[ερέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-[[ήρης]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐήρης:''' -ες (*ἄρω), [[καλά]] στερεωμένος, στέρεα προσαρμοσμένος, λέγεται για [[κουπί]], ισοζυγιασμένος, ευκολοχείριστος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. | |||
}} | }} |