Anonymous

εὐρύσορος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρύσορος]], -ον (Α)<br />(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία [[θήκη]], ευρύ τύμβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σορός]].
|mltxt=[[εὐρύσορος]], -ον (Α)<br />(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία [[θήκη]], ευρύ τύμβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σορός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύσορος:''' -ον, αυτός που έχει μεγάλο [[νεκροκρέβατο]] ή τάφο, ευρύχωρο [[μνήμα]], σε Ανθ.
}}
}}