Anonymous

ἐφίππιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο(ν), τὸ (Α [[ἐφίππιος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εφίππιο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[κάλυμμα]] της ράχης του αλόγου, ή [[σέλα]] ή το [[σαμάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τίθεται [[πάνω]] στο [[άλογο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐφίππιος]] (ενν. [[δρόμος]])<br />[[δρόμος]] ορισμένου μήκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἵππ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]])].
|mltxt=-ο(ν), τὸ (Α [[ἐφίππιος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εφίππιο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[κάλυμμα]] της ράχης του αλόγου, ή [[σέλα]] ή το [[σαμάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τίθεται [[πάνω]] στο [[άλογο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐφίππιος]] (ενν. [[δρόμος]])<br />[[δρόμος]] ορισμένου μήκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἵππ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφίππιος:''' -ον ([[ἵππος]]), αυτός που έχει τοποθετηθεί πάνω σε [[άλογο]], σε Ξεν.· <i>ἐφίππιον</i> (ενν. [[στρῶμα]]), <i>τό</i>, ύφασμα [[κάτω]] απ' το [[σαμάρι]], στον ίδ.
}}
}}