Anonymous

ζημιώδης: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζημιώδης]], -ῶδες (Α) [[ζημία]]<br />αυτός που προξενεί ζημιές, ο [[επιζήμιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζημιωδῶς</i> (Α)<br />με βλαβερό τρόπο, επιζήμια.
|mltxt=[[ζημιώδης]], -ῶδες (Α) [[ζημία]]<br />αυτός που προξενεί ζημιές, ο [[επιζήμιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζημιωδῶς</i> (Α)<br />με βλαβερό τρόπο, επιζήμια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζημιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που προκαλεί [[απώλεια]] ή [[ζημία]], [[επιζήμιος]], [[βλαβερός]], [[επιβλαβής]], σε Ξεν.
}}
}}