Anonymous

ἐφυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφυβρίζω]] (ΑΜ)<br />φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά [[προς]] κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐφυβρίζομαι</i><br />με την [[ίδια]] [[σημασία]] («κἀκεῑνο κέκριται, μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαίρω]] με τις ατυχίες του άλλου, [[χαιρεκακώ]], [[επιχαίρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὑβρίζω]].
|mltxt=[[ἐφυβρίζω]] (ΑΜ)<br />φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά [[προς]] κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐφυβρίζομαι</i><br />με την [[ίδια]] [[σημασία]] («κἀκεῑνο κέκριται, μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαίρω]] με τις ατυχίες του άλλου, [[χαιρεκακώ]], [[επιχαίρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὑβρίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφυβρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προσβάλλω]], [[εξυβρίζω]] κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., σε Σοφ.· με αιτ. στη Μέσ., <i>μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς</i>, σε Ευρ.· <i>ἐφύβριζαν ἄλλα τε καὶ εἰ</i>, χρησιμοποιούσαν υβριστική [[γλώσσα]], [[ιδίως]] με το να ρωτούν, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[χαίρομαι]] με την [[δυστυχία]] του άλλου, σε Σοφ.
}}
}}