Anonymous

εὐθηλής: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθηλής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευθαλής]] (II).
|mltxt=[[εὐθηλής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευθαλής]] (II).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐθηλής:''' Δωρ. -θᾱλής, -ές ([[θηλή]]), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, [[καλοθρεμμένος]], [[καλά]] ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}