3,277,119
edits
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐθηλής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευθαλής]] (II). | |mltxt=[[εὐθηλής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευθαλής]] (II). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐθηλής:''' Δωρ. -θᾱλής, -ές ([[θηλή]]), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, [[καλοθρεμμένος]], [[καλά]] ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |