Anonymous

ζαχρεῖος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ζαχρεῑος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]] («ζαχρεῑος ὁδοῡ» — αυτός που ψάχνει να βρει τον δρόμο, <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρεία]] «[[ανάγκη]]»].
|mltxt=ζαχρεῑος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]] («ζαχρεῑος ὁδοῡ» — αυτός που ψάχνει να βρει τον δρόμο, <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρεία]] «[[ανάγκη]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζαχρεῖος:''' -ον ([[χρεία]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]] κάποιου πράγματος· με γεν., [[ζαχρεῖος]] ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.
}}
}}