Anonymous

ζάω: Difference between revisions

From LSJ
2,098 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ζάω (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>ζω</i>.
|mltxt=ζάω (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>ζω</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζάω:''' <i>ζῇς</i>, <i>ζῇ</i>, <i>ζῆτε</i>, προστ. <i>ζῆ</i>, απαρ. [[ζῆν]] (τα <i>αει</i> και <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i>)· ευκτ. [[ζῴην]], παρατ. [[ἔζων]], μέλ. <i>ζήσω</i> ή [[ζήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἔζησα]]· Επικ. και Ιων. ενεστ. [[ζώω]], Επικ. απαρ. [[ζωέμεναι]], <i>-[[έμεν]]</i>, Επικ. παρατ. <i>ἔζωον</i>, Ιων. [[ζώεσκον]], αόρ. αʹ <i>ἔζωσα</i>· μεταγεν., απαντάται τύπο ενεστ. <i>ζόω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐλέγχιστε ζωόντων</i>, αχρειότατε εσύ [[ανάμεσα]] στους ανθρώπους που βρίσκονται στη [[ζωή]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ζώειν]] καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ῥεῖα]] ζώοντες, αυτοί που ζουν σε [[κατάσταση]] ευδαιμονίας, λέγεται για τους θεούς, στο ίδ.· [[ζῶν]] κατακαυθῆναι, καίγομαι [[ζωντανός]] (ως [[μέσο]] θανάτωσης), σε Ηρόδ.· επίσης, [[ζῆν]] ἀπό τινος, ζω με ή από [[κάτι]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ [[ζῆν]] = [[ζωή]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· με μτβ. [[σημασία]], ἐκ [[τῶν]] ἄλλων ὧν ἔζης (= <i>ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες</i>), από τις άλλες πράξεις της ζωής [[σου]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., βρίσκομαι σε πλήρη [[δύναμη]] και [[ακμή]], είμαι [[ισχυρός]] και [[σθεναρός]]· <i>ἄτης θύελλαι ζῶσι</i>, σε Αισχύλ.· ἀεὶ ζῇ [[ταῦτα]] ([[νόμιμα]]), σε Σοφ.· ζῶσα [[φλόξ]], ζωντανή [[φωτιά]], δηλ. [[φωτιά]] που καίει με [[δύναμη]], σε Ευρ.
}}
}}